Έχει επανειλημμένα τονισθεί από κορυφαίους παιδαγωγούς, και είναι πια διεθνώς αναγνωρισμένο ότι ο αποκλειστικά νοοκρατικός προσανατολισμός της γενικής παιδείας αφήνει ανεξέλικτες πλευρές του αναπτυσσόμενου ανθρώπου, όπως είναι η φαντασία, η δημιουργικότητα, η αισθητική ευαισθησία.
Για να πληρωθεί το κενό αυτό και να έρχονται τα παιδιά σ’ επαφή με τις αισθητικές μορφές, με τον Κόσμο των Μουσών, διάφορα κράτη εφαρμόζουν σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα, ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει επισκέψεις σε μουσεία, παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων και συναυλιών, ανάλυση έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας κ.α. Τα παιδιά όμως είναι τις περισσότερες φορές απροετοίμαστα και δεν έχουν αναπτυγμένη την απαιτούμενη δεκτικότητα για να αφομοιώσουν αυτά τα ερεθίσματα και έτσι
όλη η προσπάθεια μένει τελικά ατελέσφορη.
Στην Ελλάδα, ψηφίστηκε το 1976 ένας νόμος που αναφέρει ότι στο αναλυτικό πρόγραμμα των γυμνασίων θα πρέπει να περιλαμβάνονται και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Είχαν προβλεφτεί τα Σάββατα γι’ αυτές τις δραστηριότητες. Σήμερα, όμως, ούτε οι εκπαιδευτικοί ούτε τα παιδιά θα ήταν διατεθειμένα να θυσιάσουν για οτιδήποτε την καθιερωμένη πια αργία του Σαββάτου.
Έτσι, λοιπόν, το σχολείο προσφέρει μια αποκλειστικά γνωσεολογική παιδεία. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, από τη δική τους πλευρά, τροφοδοτούν τα παιδιά με προϊόντα συχνά αμφισβητήσιμης αξίας και, το χειρότερο, τα εθίζουν, τα καταδικάζουν, θα έλεγα, να είναι μόνο παθητικοί δέκτες, νεκρώνοντας έτσι τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους και αναστέλλοντας ή πνίγοντας εντελώς κάθε πρωτοβουλία που θα μπορούσαν ν’ αναπτύξουν.
Μόνο αν δώσουμε στο παιδί τα μέσα να αυτενεργεί, να συμμετέχει έμπρακτα και βιωματικά σε διαδικασίες που αφορούν τον «Κόσμο των Μουσών»θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα αντιστάθμισμα στη μονόπλευρη γνωσεοκρατική παιδεία και μια βάση για μια γενικότερη ολοκληρωμένη καλλιέργεια.
Για να το πετύχουμε αυτό, θα έπρεπε από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού να δώσουμε σε ό,τι έχει σχέση με τις Μούσες (μουσική, χορό, ζωγραφική, γλυπτική, ποίηση, θέατρο) ίδια βαρύτητα με τα μαθήματα γνώσης, με πυξίδα πάντα την αυτενέργεια του παιδιού, την καλλιέργεια της φαντασίας, της δημιουργικότητάς του. Και θα έπρεπε ακόμα να συνεχίζεται μια τέτοια παιδεία, παράλληλα με τη γνωσεολογική, σε όλη τη μέση εκπαίδευση. Πολλοί αναγνώστες θα σκεφτούν: «Τι ουτοπίες είναι αυτές!» Σε μια εποχή που η τεχνολογία προχωρεί τόσο ταχύρρυθμα που κάθε χώρα έχει ανάγκη από στρατιές επιστημόνων και τεχνοκρατών για να συμβαδίσει με τα διεθνή δεδομένα, έχουν τα παιδιά καιρό για τέτοια περιττά πράγματα;
Απαντώ: ακριβώς επειδή η τεχνολογία εξελίσσεται τόσο ιλιγγιωδώς και τείνει να μας κατακυριεύσει και να μας αλλοτριώσει εντελώς, πρέπει να βρούμε ένα αντίδοτο. Άλλωστε, έχω υπόψη μου μελέτες που έγιναν τελευταία στη Δυτική Γερμανία και την Αυστρία και που βεβαιώνουν ότι τα παιδιά δημοτικών σχολείων, στα οποία προσφέρθηκε μια συστηματική «μουσική» παιδεία (με τη σημασία που δώσαμε στον όρο παραπάνω) είχαν ανώτερη βαθμολογία στα τεστ αντίληψης, ικανότητας συγκέντρωσης, ζωτικότητας και κοινωνικότητας και ακόμα παρουσίαζαν λιγότερα συμπλέγματα και νευρώσεις από τα παιδιά των τάξεων που χρησίμευαν για παραβολή. Και το σπουδαιότερο, είχαν βρει έναν τρόπο ώστε να εκτονώσουν την έμφυτη επιθετικότητά τους, που η σημερινή ζωή, αντί να την καταστέλλει την τροφοδοτεί, και να την μεταβάλλουν σε δημιουργική δράση.
Ας μου επιτραπεί τελειώνοντας να φέρω ένα παράδειγμα από τη φύση. Αν ένα αρχικά γόνιμο έδαφος δεν καλλιεργηθεί και μείνει εκτεθειμένο σε βροχές και ανέμους, παρασύρεται το χώμα, επέρχεται διάβρωση και
δημιουργείται βράχος, όπου δύσκολα φυτρώνει κάτι πια. Έτσι, αν αφεθεί ακαλλιέργητη η ψυχή του μικρού παιδιού, αν δεν της δοθεί η σωστή τροφή, η τροφή που θα το κάνει ευαίσθητο στο «Ωραίο και το Αληθινό», αργότερα η ψυχή αυτή χάνει τη δεκτικότητά της, «διαβρώνεται, καταντάει άγονη γη, εκβαρβαρώνεται».
Για να πληρωθεί το κενό αυτό και να έρχονται τα παιδιά σ’ επαφή με τις αισθητικές μορφές, με τον Κόσμο των Μουσών, διάφορα κράτη εφαρμόζουν σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα, ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει επισκέψεις σε μουσεία, παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων και συναυλιών, ανάλυση έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας κ.α. Τα παιδιά όμως είναι τις περισσότερες φορές απροετοίμαστα και δεν έχουν αναπτυγμένη την απαιτούμενη δεκτικότητα για να αφομοιώσουν αυτά τα ερεθίσματα και έτσι
όλη η προσπάθεια μένει τελικά ατελέσφορη.
Στην Ελλάδα, ψηφίστηκε το 1976 ένας νόμος που αναφέρει ότι στο αναλυτικό πρόγραμμα των γυμνασίων θα πρέπει να περιλαμβάνονται και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Είχαν προβλεφτεί τα Σάββατα γι’ αυτές τις δραστηριότητες. Σήμερα, όμως, ούτε οι εκπαιδευτικοί ούτε τα παιδιά θα ήταν διατεθειμένα να θυσιάσουν για οτιδήποτε την καθιερωμένη πια αργία του Σαββάτου.
Έτσι, λοιπόν, το σχολείο προσφέρει μια αποκλειστικά γνωσεολογική παιδεία. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, από τη δική τους πλευρά, τροφοδοτούν τα παιδιά με προϊόντα συχνά αμφισβητήσιμης αξίας και, το χειρότερο, τα εθίζουν, τα καταδικάζουν, θα έλεγα, να είναι μόνο παθητικοί δέκτες, νεκρώνοντας έτσι τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους και αναστέλλοντας ή πνίγοντας εντελώς κάθε πρωτοβουλία που θα μπορούσαν ν’ αναπτύξουν.
Μόνο αν δώσουμε στο παιδί τα μέσα να αυτενεργεί, να συμμετέχει έμπρακτα και βιωματικά σε διαδικασίες που αφορούν τον «Κόσμο των Μουσών»θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα αντιστάθμισμα στη μονόπλευρη γνωσεοκρατική παιδεία και μια βάση για μια γενικότερη ολοκληρωμένη καλλιέργεια.
Για να το πετύχουμε αυτό, θα έπρεπε από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού να δώσουμε σε ό,τι έχει σχέση με τις Μούσες (μουσική, χορό, ζωγραφική, γλυπτική, ποίηση, θέατρο) ίδια βαρύτητα με τα μαθήματα γνώσης, με πυξίδα πάντα την αυτενέργεια του παιδιού, την καλλιέργεια της φαντασίας, της δημιουργικότητάς του. Και θα έπρεπε ακόμα να συνεχίζεται μια τέτοια παιδεία, παράλληλα με τη γνωσεολογική, σε όλη τη μέση εκπαίδευση. Πολλοί αναγνώστες θα σκεφτούν: «Τι ουτοπίες είναι αυτές!» Σε μια εποχή που η τεχνολογία προχωρεί τόσο ταχύρρυθμα που κάθε χώρα έχει ανάγκη από στρατιές επιστημόνων και τεχνοκρατών για να συμβαδίσει με τα διεθνή δεδομένα, έχουν τα παιδιά καιρό για τέτοια περιττά πράγματα;
Απαντώ: ακριβώς επειδή η τεχνολογία εξελίσσεται τόσο ιλιγγιωδώς και τείνει να μας κατακυριεύσει και να μας αλλοτριώσει εντελώς, πρέπει να βρούμε ένα αντίδοτο. Άλλωστε, έχω υπόψη μου μελέτες που έγιναν τελευταία στη Δυτική Γερμανία και την Αυστρία και που βεβαιώνουν ότι τα παιδιά δημοτικών σχολείων, στα οποία προσφέρθηκε μια συστηματική «μουσική» παιδεία (με τη σημασία που δώσαμε στον όρο παραπάνω) είχαν ανώτερη βαθμολογία στα τεστ αντίληψης, ικανότητας συγκέντρωσης, ζωτικότητας και κοινωνικότητας και ακόμα παρουσίαζαν λιγότερα συμπλέγματα και νευρώσεις από τα παιδιά των τάξεων που χρησίμευαν για παραβολή. Και το σπουδαιότερο, είχαν βρει έναν τρόπο ώστε να εκτονώσουν την έμφυτη επιθετικότητά τους, που η σημερινή ζωή, αντί να την καταστέλλει την τροφοδοτεί, και να την μεταβάλλουν σε δημιουργική δράση.
Ας μου επιτραπεί τελειώνοντας να φέρω ένα παράδειγμα από τη φύση. Αν ένα αρχικά γόνιμο έδαφος δεν καλλιεργηθεί και μείνει εκτεθειμένο σε βροχές και ανέμους, παρασύρεται το χώμα, επέρχεται διάβρωση και
δημιουργείται βράχος, όπου δύσκολα φυτρώνει κάτι πια. Έτσι, αν αφεθεί ακαλλιέργητη η ψυχή του μικρού παιδιού, αν δεν της δοθεί η σωστή τροφή, η τροφή που θα το κάνει ευαίσθητο στο «Ωραίο και το Αληθινό», αργότερα η ψυχή αυτή χάνει τη δεκτικότητά της, «διαβρώνεται, καταντάει άγονη γη, εκβαρβαρώνεται».
Πολυξένη Ματέυ-Ρουσοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1902 και πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου1999. Φωτισμένη καθηγήτρια ρυθμικής, χορογράφος, πιανίστα και μουσικοπαιδαγωγός. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών και στη Γερμανία: Ωδείο Λειψίας, Σχολή Guenther Μονάχου και Ένωση Γερμανών Γυμναστών (με ειδίκευση σε "μουσική και κίνηση"). Υπήρξε μαθήτρια του διάσημου συνθέτη (και ιδρυτή της ομώνυμης Σχολής) Καρλ Ορφ.
Το 1925 παντρεύτηκε τον ζωγράφο ρουμανικής καταγωγής Γ. Ματέυ, εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και έπαιρνε μέρος ως σολίστ πιανίστα σε συναυλίες στη Γερμανία, τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Το 1931 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Για 4 χρόνια συνεργάστηκε με τη Σχολή Πράτσικα. Το 1936 ίδρυσε τη Σχολή γυμναστικής- ρυθμικής-χορού "Π. Ματέυ" (που από τότε λειτουργεί συνεχώς) και συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο (χορογραφία "Ιππόλυτου", κ.λπ.). Επίσης στο διάστημα 1935-1940 δίδαξε στο Ωδείο Αθηνών. Το 1950 εμφανισε για πρώτη φορά στην Ελλάδα χορόδραμα με συνεργασία Ελλήνων μουσουργών και ζωγράφων ("Σάπφειρος", στο Ρεξ).
Έκτοτε έδωσε πολλές χορευτικές παραστάσεις σε εσωτερικό και εξωτερικό και αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στις διεθνείς "Δελφιάδες" της Λυών (1953) και της Γενεύης (1957). Συμμετέσχε στις καλλιτεχνικές Εκδηλώσεις της Ελληνικής Περιηγητικής Λέσχης, 1949, 1950, 1951 και του Έτους Αποδήμου Ελληνισμού, 1951. Εισήγαγε πρώτη στον ελληνικό Χώρο (το 1962) το μουσικοκινητικό "Σύστημα Ορφ" (που από το 1960 το δίδασκε στο Ζάλτσμπουργκ και στη συνέχεια το δίδαξε στο Ωδείο του Τορόντο, στην Ολλανδία και τη Γαλλία). Οργάνωσε και στην Αθήνα 3 παρόμοια Σεμινάρια "Όρφ" (Ινστιτούτο "Γκαίτε" 1969, 1973 και 1974).
Διετέλεσε γεν. γραμματέας της Εταιρείας Χριστιανικού Θεάτρου, πρόεδρος του Σωματείου Χορού και Ρυθμικής, μέλος της Επιτροπής Αδείας του Υπ. Παιδείας και μέλος ΔΣ της Ελληνικής Επιτροπής Οργανισμού Προσχολικής Αγωγής. Είναι επίτιμη πρόεδρος του «Ελληνικού Συλλόγου Μουσικοκινητικής Αγωγής C. Orff».
Έγραψε τα βιβλία: "Ελληνικά παιδικά τραγούδια και χοροί" (1963-68), "Τα πρώτα τραγούδια" (1970, με τη συνεργασία του Μίνου Δούνια), "Δόνια Χελιδόνια" (1982, μουσικο-κινητικά παιχνίδια για την προσχολική ηλικία), "Ρυθμική" (1986, η πρώτη ειδική σχετική μελέτη), "Ρυθμός" (1992).
Έχει τιμηθεί με τον Ομοσπονδιακό Σταυρό Α' τάξεως της Γερμανίας και τη διάκριση "Pro merito" του Ιδρύματος Οrff. Το 1961 κυκλοφόρησε τον δίσκο "Ελληνικά δημοτικά τραγούδια για παιδιά".
Το 1925 παντρεύτηκε τον ζωγράφο ρουμανικής καταγωγής Γ. Ματέυ, εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και έπαιρνε μέρος ως σολίστ πιανίστα σε συναυλίες στη Γερμανία, τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Το 1931 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Για 4 χρόνια συνεργάστηκε με τη Σχολή Πράτσικα. Το 1936 ίδρυσε τη Σχολή γυμναστικής- ρυθμικής-χορού "Π. Ματέυ" (που από τότε λειτουργεί συνεχώς) και συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο (χορογραφία "Ιππόλυτου", κ.λπ.). Επίσης στο διάστημα 1935-1940 δίδαξε στο Ωδείο Αθηνών. Το 1950 εμφανισε για πρώτη φορά στην Ελλάδα χορόδραμα με συνεργασία Ελλήνων μουσουργών και ζωγράφων ("Σάπφειρος", στο Ρεξ).
Έκτοτε έδωσε πολλές χορευτικές παραστάσεις σε εσωτερικό και εξωτερικό και αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στις διεθνείς "Δελφιάδες" της Λυών (1953) και της Γενεύης (1957). Συμμετέσχε στις καλλιτεχνικές Εκδηλώσεις της Ελληνικής Περιηγητικής Λέσχης, 1949, 1950, 1951 και του Έτους Αποδήμου Ελληνισμού, 1951. Εισήγαγε πρώτη στον ελληνικό Χώρο (το 1962) το μουσικοκινητικό "Σύστημα Ορφ" (που από το 1960 το δίδασκε στο Ζάλτσμπουργκ και στη συνέχεια το δίδαξε στο Ωδείο του Τορόντο, στην Ολλανδία και τη Γαλλία). Οργάνωσε και στην Αθήνα 3 παρόμοια Σεμινάρια "Όρφ" (Ινστιτούτο "Γκαίτε" 1969, 1973 και 1974).
Διετέλεσε γεν. γραμματέας της Εταιρείας Χριστιανικού Θεάτρου, πρόεδρος του Σωματείου Χορού και Ρυθμικής, μέλος της Επιτροπής Αδείας του Υπ. Παιδείας και μέλος ΔΣ της Ελληνικής Επιτροπής Οργανισμού Προσχολικής Αγωγής. Είναι επίτιμη πρόεδρος του «Ελληνικού Συλλόγου Μουσικοκινητικής Αγωγής C. Orff».
Έγραψε τα βιβλία: "Ελληνικά παιδικά τραγούδια και χοροί" (1963-68), "Τα πρώτα τραγούδια" (1970, με τη συνεργασία του Μίνου Δούνια), "Δόνια Χελιδόνια" (1982, μουσικο-κινητικά παιχνίδια για την προσχολική ηλικία), "Ρυθμική" (1986, η πρώτη ειδική σχετική μελέτη), "Ρυθμός" (1992).
Έχει τιμηθεί με τον Ομοσπονδιακό Σταυρό Α' τάξεως της Γερμανίας και τη διάκριση "Pro merito" του Ιδρύματος Οrff. Το 1961 κυκλοφόρησε τον δίσκο "Ελληνικά δημοτικά τραγούδια για παιδιά".